- εορτή
- και γιορτή, η (AM ἑορτή)1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι4. φρ. «κατόπιν ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν αργά, μετά τα γεγονότανεοελλ.φρ.1. «ονομαστική εορτή» — η ημέρα που γιορτάζει ο άγιος τού οποίου το όνομα έχει κάποιος2. «εθνική εορτή» — γιορτή που καθιερώνεται από την πολιτεία σε ανάμνηση σημαντικού ιστορικού γεγονότοςαρχ.διασκέδαση, ψυχαγωγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Fε-Fορ-τā, η δασύτητα πιθ. από το F-. Ο ομηρ., αττ. τ. εορτή συνδέεται με τους τ. έροτις*, έρανος*, ο δε ιων. τ. ορτή προήλθε από τον τ. εορτή με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός > νοσσός).ΠΑΡ. εορτάζωαρχ.εορταίος, εορτικός, εορτώδης, ορτάζωαρχ.-μσν.εόρτιος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. εορτοδρόμιοςνεοελλ.εορτολόγιο. (Β' συνθετικό) φιλέορτος].
Dictionary of Greek. 2013.